- σπόγγισμα
- σπόγγισμα, τό, das mit dem Schwamm Abgewischte
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σπόγγισμα — το, ΝΜ [σπογγίζω] καθετί που καθαρίζεται, που μαζεύεται με το σφουγγάρι νεοελλ. το καθάρισμα με σπόγγο, το σφούγγισμα … Dictionary of Greek